πασίφιλος

πασίφιλος
πᾱσῐ-φῐλος, ον, = foreg., ib.221 (ibid.), Sammelb. 6160.10, al. (Tell-el-Yahoudiyeh) ; ironical in PCair.Zen.454.12 (iii B.C.) :—fem. [full] πασιφίλη, Sammelb. 7254 (Tell-el-Yahoudiyeh) : as pr. n., Archil.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πασίφιλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίφιλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίφιλος — ον, θηλ. και πασιφίλη, Α αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φίλος] …   Dictionary of Greek

  • πασίφιλον — πασίφιλος masc/fem acc sg πασίφιλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασιφίλου — Πασίφιλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιφίλου — πασίφιλος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασιφίλῳ — Πασίφιλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιφίλῳ — πασίφιλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασίφιλε — Πασίφιλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασίφιλε — πασίφιλος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασίφιλον — Πασίφιλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”